ιδιώτις

ιδιώτις
η (ΑΜ ἰδιῶτις)
βλ. ιδιώτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἰδιώτιδα — ἰδίωτις unskilled fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδας — ἰδίωτις unskilled fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδες — ἰδίωτις unskilled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδι — ἰδίωτις unskilled fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδος — ἰδίωτις unskilled fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτισιν — ἰδίωτις unskilled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”